- ὀξυπευκής
- ὀξῠ-πευκής, ές,A sharp-pointed,
ξίφος A.Ch.640
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξίφος A.Ch.640
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυπευκής — ὀξυπευκής, ές (Α) 1. (για ξίφος) αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός («ξίφος ὀξυπευκές», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυπευκές ὀξύπικρον» αυτός που έχει πικρή, δριμεία οξύτητα, ξινόπικρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε… … Dictionary of Greek
ὀξυπευκές — ὀξυπευκής sharp pointed masc/fem voc sg ὀξυπευκής sharp pointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek